ἀκροάσεως

ἀκροάσεως
ἀκροά̱σεω̆ς , ἀκρόασις
hearing
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ИУСТИН ФИЛОСОФ — [греч. ᾿Ιουστῖνος Θιλόσοφος] (кон. I нач. II в., г. Флавия Неаполь 165, Рим), мч. (пам. 1 июня), апологет, отец Церкви. Жизнь Мч. Иустин Философ. Роспись ц. свт. Николая мон ря Ставроникита, Афон. Мастера Феофан Критский и Симеон. 1546 г. Мч.… …   Православная энциклопедия

  • Zeno of Citium — Infobox Philosopher region = Western Philosophy era = Ancient philosophy color = #B0C4DE image size = 200px image caption = Zeno of Citium name = Zeno of Citium birth = c. 334 BC, Citium, Cyprus death = c. 262 BC, Athens school tradition =… …   Wikipedia

  • Xenocrates — Infobox Philosopher region = Western Philosophy era = Ancient philosophy color = #B0C4DE image size = 200px image caption = Xenocrates name = Xenocrates birth = c. 396 BC, Chalcedon death = c. 314 BC, Athens school tradition = Platonism main… …   Wikipedia

  • Corpus Aristotelicum — bezeichnet die Schriften des Aristoteles, die auf uns gekommen sind; die Rezeption begann bereits im Hellenismus und wurde in der Spätantike intensiviert. Dabei handelt es sich in der großen Mehrheit um esoterische Schriften, die nicht (zumindest …   Deutsch Wikipedia

  • Коридаллеус, Теофилос — Теофилос Коридаллеус греч. Θεόφιλος ο Κορυδαλλεύς Род деятельности: философ Дата рождения …   Википедия

  • ακροαστικός — ή, ό [ακρόαση] 1. αυτός που αναφέρεται στην ακρόαση 2. ο κατάλληλος για ακρόαση, κυρίως τα κατάλληλα για ακρόαση σημεία τού σώματος κατά την ιατρική εξέταση 3. το ουδ. ως ουσ. τα ακροαστικά 4. Ιατρ. στην ιατρική ζαργκόν* λέγεται κατά παράλειψη… …   Dictionary of Greek

  • θυρίδα — Μικρή πόρτα (θύρα)· μικρό άνοιγμα σε διαχώρισμα γραφείου, ταμείου κλπ. για τη διενέργεια των συναλλαγών· χώρισμα χρηματοκιβωτίου για τη φύλαξη πολύτιμων αντικειμένων. (Ζωολ.) Θ. ή κόγχη ονομάζεται η μία από τις δύο πλάκες του όστρακου, που… …   Dictionary of Greek

  • υπερήμερος — η, ο / ὑπερήμερος, ον, ΝΑ, και βοιωτ. τ. ὑπεράμερος, ον, Α αυτός που καθυστερεί ή υπερβαίνει την προθεσμία εκπλήρωσης μιας υποχρέωσης νεοελλ. (νομ.) ο οφειλέτης ή ο δανειστής που είναι υπαίτιος υπερημερίας αρχ. 1. αυτός που υπερβαίνει τον… …   Dictionary of Greek

  • Αριστόξενος ο Ταραντίνος — (4ος αι. π.Χ.).Μουσικός και φιλόσοφος. Γεννήθηκε στον Τάραντα, αλλά έζησε και ανέπτυξε τη δράση του κυρίως στην Ελλάδα. Σε νεαρή ηλικία μυήθηκε στις πυθαγόρειες μουσικές και φιλοσοφικές διδαχές. Γύρω στο 343 π.Χ. εγκαταστάθηκε στην Πελοπόννησο.… …   Dictionary of Greek

  • Κορυδαλλεύς, Θεόφιλος — (Αθήνα 1570 – 1646). Φιλόσοφος και κληρικός. Το αρχικό του επώνυμο ήταν Σκορδαλλός, ενδεικτικό της καταγωγής του από τον ομώνυμο –τότε– αθηναϊκό συνοικισμό, τον σημερινό Κορυδαλλό. Σπούδασε στην Αθήνα, αργότερα στο, υπό παπικό έλεγχο, Ελληνικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”